- χολεροειδής
- -ές, Νιατρ. αυτός που μοιάζει με τη χολέρα ως προς τα συμπτώματα («χολεροειδείς κενώσεις»).[ΕΤΥΜΟΛ. < χολέρα + -ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χολερόμορφος — η, ο, Ν χολεροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολέρα + μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπό μορφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek